σαπροφαγώ

σαπροφαγώ
-έω, Α
τρώω σάπιες, σαπισμένες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο-φαγώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”